- ευφρονώ
- εὐφρονῶ, -έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων]1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων)αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση («ὅ [ή ὅς] σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μτγν. τ. ευ-φρονώ < εύ-φρων, η δε μτχ. ευφρονέων < ευ + φρονέων, ασυναίρετος τ. τής μτχ. ενεστ. τού ρ. φρονῶ (< φρην). Κατ' άλλη άποψη, παράγωγο τού εύφρων].
Dictionary of Greek. 2013.